Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Mon Rêve familier

Je fais souvent ce rêve étrange et pénétrant
D'une femme inconnue, et que j'aime, et qui m'aime,
Et qui n'est, chaque fois, ni tout à fait la même
Ni tout à fait une autre, et m'aime et me comprend.

Car elle me comprend, et mon coeur transparent
Pour elle seule, hélas ! cesse d'être un problème
Pour elle seule, et les moiteurs de mon front blême,
Elle seule les sait rafraîchir, en pleurant.

Est-elle brune, blonde ou rousse ? --Je l'ignore.Son nom ?
Je me souviens qu'il est doux et sonore
Comme ceux des aimés que la Vie exila.

Son regard est pareil au regard des statues,
Et pour sa voix, lointaine, et calme, et grave,
elle a L'inflexion des voix chères qui se sont tues.

Paul VERLAINE, Poèmes saturniens (1866)

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

των εποχών


όχι, δε θα δούμε φέτο φως ιλαρό την άνοιξη
δε θα χαρούμε την αρμονία του φθινοπώρου
τη συμφωνία των γραμμών και των σχημάτων


για μας κάψα
για μας χειμώνας
για μας σκοτάδι.


κι αν ανθίζουν τα κυκλάμινα στον Πενταδάχτυλο

-όχι για μας

κι αν παιζουνε οι μέλισσες με τους ανθούς της λεμονιάς στη Λάπηθο

-όχι για μας

κι αν στολίζονται πριγκίπισσες στην Ακανθού οι ελιές

-όχι για μας


για μας κάψα
για μας χειμώνας
για μας σκοτάδι.



Θυμούμαστε τους άλλους καιρούς

την άνοιξη με το ξανθό σκουφί της

το καλοκαίρι με την άγια γύμνια του

το φθινόπωρο με το σεπτό περπάτημα του

και το χειμώνα το σοφό στο παραγώνι





Θυμούμαστε τους άλλους καιρούς

που τα λουλούδια ανθιζανε

που η ομορφιά περπάταγε στην άμμο την καυτή το καλοκαίρι





Θεε μου

Θεε της Ομορφιάς και της Αγάπης

δες κι αυτή την αδικία συν τοις άλλοις





Κυριάκος Πλησής

γραφή οδύνης, Αθήνα 1975

----------------------------------------------------------------------------

εξαιρετικά αφιερωμένο σε Εκείνην που σάλπαρε σαν σήμερα για το πρώιμο μπάρκο της...

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
Για αιώνες, τουλάχιστον οκτώ, βολοδέρνουμε ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στο Ισλάμ και τον «Λουθηρο-παπισμό» που μας πολιορκούν και μας συρρικνώνουν αδιάκοπα. Και άλλοτε η προτεραιότητα περνάει στην Ανατολή και άλλοτε στη Δύση, άλλοτε στους «Φράγκους» κι’ άλλοτε στην Τουρκιά. Και τρώγεται σταδιακά το απόθεμά μας. Είτε πολιτισμικό και οικονομικό, από τη Δύση, είτε γεωγραφικό και πληθυσμιακό από την Ανατολή. Και καταντήσαμε εμείς που «στα μάτια μας άστραψε» κάποτε ο κόσμος όλος, σε έναν Γιωργάκη. Και σήμερα πάλι η ίδια διαδικασία συνεχίζεται. Και κάθε στιγμή που οι δύο κόσμοι συγκρούονται –Ανατολή και Δύση– όπως συμβαίνει σήμερα ανάμεσα στο Ισλάμ και τη Δύση, πληρώνουμε αυξημένο το τίμημα.Τώρα κινδυνεύουμε και πάλι από την Ανατολή. Πλέον, όχι μόνο γεωγραφικά και πληθυσμιακά, αλλά και οικονομικά-πολιτισμικά. Και πληθαίνουν οι σειρήνες που μας καλούν σε υποταγή, οι γραικύλοι, πάντα πρόθυμοι για το “ταξίδι προς τα Σούσα”. Και πληθαίνουν εκείνοι που θέλουν να μας αποκόψουν από το τελευταίο αποκούμπι μας, αυτό το απόθεμα από το οποίο ζούμε αιώνες τώρα, την ιστορία μας, την παράδοση μας: μας λεν πως τίποτε δεν είμαστε, παρά τυχάρπαστοι, τυχαίοι σφετεριστές ενός κάποτε ένδοξου κόσμου. Γι’ αυτό και η Διαμαντοπούλου, η Δραγώνα, και οι λοιποί εθνομηδενιστές. Γι’ αυτό τα ΕΛΙΑΜΕΠ, η Ρεπούση, και οι Κύπριοι γραικύλοι που θέλουν να καλύψουν ακόμη και τη σύληση του τάφου του Τάσου Παπαδόπουλου από εκείνους που σε όλη τους την ιστορία ανέσκαπταν τάφους και ιερά.Γι’ αυτό ο καθημερινός ιδεολογικός πόλεμος καθηγητάδων και ψευδο-ολμέδων ώστε να πείσουν τη νεολαία μας πως δεν αξίζει να είναι Έλληνες, πως δεν πρέπει να στρέφουν την αγανάκτησή τους ενάντια σε εκείνους που μας έχουν υποτακτικούς. δεν πρέπει να στρέφονται ενάντια στις Πρεσβείες τους και τα ποικίλα «ιδρύματα» της εθελοδουλείας. ΟΧΙ. Αντίθετα, υποταγμένοι στα κελεύσματα των πρεσβειών και των εθελόδουλων, να πολεμούν την ίδια τους τη χώρα, να καίνε τη δικιά τους σημαία, την βαμμένη με το αίμα του Ρήγα, του Γρηγόριου, του Βελουχιώτη, του Πέτρουλα, του Πολυτεχνείου, του Σολωμού Σολωμού, για να μην κάψουν την αμερικανική και την τουρκική. Να μην ενδιαφέρονται για την Κύπρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη το Αιγαίο, αλλά μόνο για το κινητό, το αυτοκίνητο, τα σφηνάκια και τις μακρινές επαναστάσεις.Γι’ αυτό χρειάζονται την κυρία Δραγώνα στο υπουργείο μιας Παιδείας, που θέλουν να πάψει να είναι «εθνική».Γιατί ξέρουν πως ο Ρήγας πριν από διακόσια χρόνια μπόρεσε να σηκώσει το ανάστημα του ενάντια στους τυράννους επειδή εμπνεόταν από τα λόγια του δασκάλου του, του Καταρτζή που έγραφε στην «Συμβουλή του προς τους νέους»:«Να πούμε κ’ άλλο, αφ’ ου ένας Ρωμηός συλλογιστή μια φορά πως κατάγεται από τον Περικλέα, Θεμιστοκλέα και άλλους παρόμοιους Έλληνες, ή απτούς συγγενείς του Θεοδόσιου, του Βελισάριου, του Ναρσή, του Βουλγαροκτόνου, του Τζιμισκή κ’ άλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ή έλκει το γένος του από κανέναν άγιο, ή από κανέναν του συγγενή, πώς να μην αγαπά τους απογόνους εκείνων κ’ αυτωνών των μεγάλων ανθρώπων; Πώς να μην το ’χη χαρά του να δυστυχή σε τέτοια πολιτική κοινωνία που συναπαρτίζουν αυτοί; Πώς να μην πονή αιωνίως το έδαφος που τους ανάθρεψ’ εκείνους κ’ αυτουνούς; Και τραβώντας άσμενος το δούλειό του ζυγό, πώς να μη βρέχη με δάκρυα τον τόπο που έβαψαν με το αίμα τους, εκείνοι για δόξα, κ’ αυτοί για τη σωτηρία τους;»Οι Έλληνες δεν μπορούν να είναι ελεύθεροι χωρίς την ιστορία τους, δεν έχουν μεγάλες πεδιάδες, μεγάλη βιομηχανία, μεγάλο πληθυσμό. Χάσαμε πολλά στο πέρασμα των αιώνων. Αν χάσουμε και τη μνήμη μας θα είμαστε και πάλι ραγιάδες, ραγιάδες χωρίς ελπίδα. Γι’ αυτό εκεί σκοπεύουν οι γραικύλοι, οι οδοιπόροι στα Σούσα, οι νέο-οθωμανοί. Να είμαστε οι τελευταίοι των Ελλήνων.

Του Γιώργου Καραμπελιά

http://ellines-antepithesi.blogspot.com/2010/01/blog-post_10.html

Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

ελληνικόν δημόσιον ώρα μηδέν...

Δημόσιο… ώρα μηδέν…πιάσαμε πάτο και δεν πάει παρακάτω

Αφορμή για τις αράδες αυτές αποτέλεσε η δυσάρεστη εμπειρία που είχα προσφάτως επισκεπτόμενος άλλη μια δημόσια υπηρεσία. Δεν θα σταθώ στην ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών προς τον πολίτη. Αυτό το θέμα είναι ανεξάντλητο και έχει απαιτήσει τόνους μελάνι η προσέγγισή του κατά καιρούς (κυρίως προεκλογικούς…). Εξάλλου, δεν είμαι υπέρμαχος μίας άκριτης και γενικευμένης ιδιωτικοποίησης των πάντων που θα θέσει εν κινδύνω πλείστα κοινωνικά αγαθά (υγεία, παιδεία, ασφάλεια, άμυνα, πρόνοια, συγκοινωνία, επικοινωνίες, υδροδότηση, ηλεκτροδότηση κλπ) και εργασιακά κεκτημένα (άδειες, πληρωμές υπερωριών, αποζημιώσεις κλπ).
Έτσι, αυτό που με προβλημάτισε είναι η θέση των εργαζομένων σε μια τέτοια υπηρεσία. Συζήτησα με κάποιους από αυτούς για να καταλάβω πού οφείλεται το σκυθρωπό προσωπείο τους, το αγέλαστο και απρόθυμο ύφος τους, να ακούσω την άποψη – απολογία τους σε όσα τους προσάπτει (δικαιολογημένα) η κοινή γνώμη.
Ένα ασφαλές συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι δεν είναι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ίδιοι, απλά (όπως λέει ο κυρίαρχος λαός) μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά…Γενικά, σε κάθε τέτοιο οργανισμό υπάρχει ένα διαπλεκόμενο 90% (‘’έξυπνοι’’-‘’άρχοντες’’-‘’παραλίες’’-κηφήνες) περίπου που υπολειτουργεί προκλητικά και ένα 10% (‘’κορόιδα’’-‘’βλάκες’’-ευσυνείδητοι) που υπερβάλλει εαυτό ώστε να καλύψει τα κενά του 90%. Κατά παράδοξο τρόπο, οι διοικήσεις όλων των κομματικών αποχρώσεων επινοούν μεθόδους με τις οποίες να πριμοδοτούν το καρκίνωμα του βισματικού 90% και να απαξιώνουν το 10% διαιωνίζοντας τη σήψη στο δημόσιο τομέα. Συγκεκριμένα, οι κηφήνες (90%) αμείβονται υψηλότερα, λαμβάνουν αποζημιώσεις για υπερωρίες και για σαββατοκύριακα ενώ απλά πηγαίνουν στη δουλειά για καφέ κάθε Τρίτη – Πέμπτη, 10:00 – 12:00…και θεωρούνται και από τους καλούς…Ο κηφήν θα αιτηθεί και θα λάβει επίδομα Η/Υ ενώ χρησιμοποιεί το CD ROM drive μόνο για να τοποθετεί το φραπέ του. Ο κηφήν θα λάβει (χωρίς καν να το αιτηθεί) επίδομα γλωσσομάθειας παρόλο που οι γνώσεις του δεν ξεπερνάν το γκουντμόρνινγκ και –κατά τους καλοκαιρινούς μήνες μόνον- το γιου αρ μπιούντιφουλ, αη λοβ γιου…Βέβαια, την ώρα των κρίσεων ο κηφήν (90%) θα προαχθεί χάριν των γνωριμιών του (‘’κονέ’’) ενώ ο εργατικός (10%) θα παραμείνει στάσιμος ως αναντικατάστατος και ως μη έχων επικοινωνιακές-διοικητικές-ηγετικές ικανότητες…
Την ώρα των αδειών ο κηφήν (ως άχρηστος κι αχρείαστος…) μπορεί να φύγει όποτε θέλει, για όσο θέλει συνδυάζοντας 30 μέρες κανονική άδεια (που το βρήκε τόσο υπόλοιπο?), 10 μέρες μούφα επίσημη αναρρωτική (με περίπου 100 γιούρο ‘’λαδάκι’’…στο γιατρό που είναι φίλος ενός φίλου…) και λίγη άδεια υπηρεσιακών αναγκών για τα οδοιπορικά….Στον αντίποδα, το δέκα το καλό – εργατικός θα πρέπει εκ των προτέρων να λάβει έγκριση της ολιγοήμερης αδείας του από τον κλητήρα έως τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας…
Ως εκ τούτου, εδραιώνεται το δόγμα των αντικινήτρων στο δημόσιο…ποιος ο λόγος να δουλέψεις…ωχ αδερφέ…εσύ θα σώσεις την Ελλάδα…κάνε καμιά αρπακτή…καβαντζώσου…γίνε λαμόγιο…θα σε καταπιεί το σύστημα….και όλα αυτά υπό την κακουργηματική ανοχή (ίσως και καθοδήγηση) των εκάστοτε διοικήσεων.
Το μόνο ελαφρυντικό των αφασιακών διοικούντων είναι ότι ζούνε αρχικά σε μια φαντασίωση ότι αυτοί διοικούν, βιώνουν ένα παραλήρημα μεγαλείου πως κινούν τα νήματα της χώρας. Αποσπούν τις κομματικές θέσεις γλυψηματικά και από την επαύριον…την βλέπουν μάνατζερς της ελεύθερης αγοράς. Συχνά η προσγείωση είναι ανώμαλη καθότι γρήγορα αντιλαμβάνονται ότι γύρω τους υπάρχει ένας παγιωμένος νοσηρός μηχανισμός παραδιοίκησης που ελέγχει κάθε βήμα της επίσημης διοίκησης προερχομένης εκ της διακομματικής και του ΦΕΚ. Έτσι, αργά ή γρήγορα επέρχεται ο προαναγγελθείς επαίσχυντος συμβιβασμός. Επισημοποιείται το ειδύλλιο μεταξύ των διαπλεκομένων παραγόντων (θεσμικών και μη) και ξαναστήνεται το χιλιοειπωμένο γαϊτανάκι με τις αειθαλείς σκιώδεις συνδικαλιστικές αυλές, τις παράγκες, τους ρουφ, τους οσφιοκάμπτες.
Τέλος, το καινοφανές της φαρσοτραγωδίας αυτής είναι ότι μερικά από τα μονολιθικά κομματικά κριτήρια - στεγανά του γκρίζου παρελθόντος έχουν περάσει στην αφάνεια. Με αυτόν τον τρόπο οι πάλαι ποτέ κομματικές νομενκλατούρες (πράσινες ή μπλε) δίνουν τη θέση τους σε μια νέας μορφής «παρεοκρατία» που δείχνει να αντλεί τα μέλη της από όλους τους μέχρι τώρα γνωστούς χώρους. Όμως, ποια είναι πλέον τα κριτήρια επιλογής?? Τι είναι αυτό που ενώνει τα μέλη της νέας ‘’αδελφότητας’’?? Βιώνουμε μια ψευδαίσθηση ‘’αξιοκρατίας’’?? Ή μήπως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά…???

Μετά τιμής ,
Προκόπης Απάλεφτος

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

ΚΥΠΡΟΣ 1821

Η συνδρομή των Ελληνοκυπρίων στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821

Η προσφορά των Ελλήνων της Κύπρου στους εθνικούς αγώνες της Μητέρας Πατρίδας είναι αναμφισβήτητη. Παρά το διάβα πολλών κατακτητών από τη μεγαλόνησο (Ρωμαίοι, Άραβες, Φράγκοι, τούρκοι, Άγγλοι) σε διάφορες ιστορικές περιόδους το Ελληνικό – Ελληνορθόδοξο στοιχείο δεν εκάμφθη, αντίθετα, με ζήλο πάντα αγωνίστηκε, συμμετείχε, θυσιάστηκε στο πλευρό της υπόλοιπης Ελλάδας [ 2 ].
Στην περίπτωση της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 ο φόρος αίματος των Ελληνοκυπρίων (σαν των λοιπών Ελλήνων) ξεκίνησε αιώνες πριν την επανάσταση. Στα τέλη του 16ου αιώνα (1570-1571 μ. Χ.) 100.000 τουρκικού στρατού με 360 πλοία εισβάλουν στην Κύπρο και επιδίδονται σε σφαγές και λεηλασίες υπό τις διαταγές του Μουσταφά πασά. Πολλές Κύπριες για να αποφύγουν την ατίμωση σκοτώνονται πηδώντας από γκρεμούς όπως στο Ζάλογγο και στον Αραπίτσα, μητέρες σφάζουν τις κόρες τους για να μην τις αφήσουν στα χέρια των τούρκων. Σε 20.000 υπολογίζονται οι σφαγιασθέντες και σε 2.000 οι απαχθέντες δούλοι (Λεμεσός, Λευκωσία, Κυρήνεια, Αμμόχωστος). Λέγεται πως η νεαρή Μαρία Συγκλητική, την οποία είχαν αιχμαλωτίσει οι τούρκοι στο αμπάρι μιας γαλέρας, θέλοντας να εκδικηθεί έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη ανατινάζοντας το πλοίο καθώς και δύο άλλα πλοία που ήταν δίπλα αγκυροβολημένα. Σε αυτά τα πλοία ήταν σιδηροδέσμια χίλια κορίτσια (προοριζόμενα για τα σκλαβοπάζαρα της ανατολής) που έγιναν παρανάλωμα του πυρός όπως στο Κούγκι και στο Μεσολόγγι. Από τότε μέχρι το τελειωτικό νικηφόρο ξέσπασμα του Ελληνισμού το 1821 υπήρξαν πολλοί ξεσηκωμοί στην Κύπρο οι οποίοι πνίγηκαν στο αίμα [ 1,2 ].
Συνεχίζοντας, όσον αφορά την περίοδο εγγύς του 1821 ο ρόλος των Ελληνοκυπρίων καθίσταται εντονότερος με πολλά και συγκεκριμένα παραδείγματα. Ανάμεσα στους σημαντικότερους συντρόφους του Ρήγα Φεραίου και ένας εκ των οκτώ που τον ακολούθησαν στη θυσία (Βελιγράδι,1798) ήταν ο Λευκωσιάτης εθνομάρτυρας Ιωάννης Καρατζάς, 31 ετών. Πολλοί Κύπριοι συμμετείχαν στη Φιλική Εταιρεία και έλαβαν μέρος στην Επανάσταση. Με τον Ιερό Λόχο πολέμησαν στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη ο Ζαχαρίας Λεοντής, ο Φίλιππος Γεωργίου, ο Γιάννης Τσολάκης, ο Σάββας Ντιορτής και ο Ζήνων Αγγελής που αγωνίστηκαν στο Γαλάτσι και στο Δραγατσάνι. Ακόμα, πολλοί άλλοι Κύπριοι εθελοντές αφού συγκρότησαν τη Φάλαγγα των ελληνοκυπρίων αγωνιστών διακρίθηκαν σε μάχες και ναυμαχίες της επανάστασης. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει στα απομνημονεύματά του:
‘’…εκεί που ριχτήκαμεν στο γιουρούσι, μου πληγώθηκε βαρέως και ύστερα απέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος, απούστειλα και πήγεν εις τη αγγλικήν φρεγάτα όταν κιντυνεύαμεν εις το Νιόκαστρο…’’.
Ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης που είχε λάβει μέρος στην έξοδο του Μεσολογγιού στα περίφημα ‘’Στρατιωτικά Απομνημονεύματα’’ του, βεβαιώνει ότι μαζί του στο Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας πολεμούσε ο Κύπριος αγωνιστής Νικόλαος Χατζήσαββας, ο οποίος:
‘’εφτά πληγές είχεν λάβει και μου έλεγεν ακόμη ο δύστυχος ότι θα βαστάξει’’.
Πάμπολλες μαρτυρίες υπάρχουν για Κύπριους αγωνιστές που πήραν μέρος στις μάχες της Πελοποννήσου, στα Δερβενάκια και στους Μύλους, στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και αλλού. Άλλοι αγωνίστηκαν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι ή έδρασαν στη θάλασσα, όπως ο καπετάν Ιωάννης Κύπριος. Άλλοι πολέμησαν στην Εύβοια, στη Χίο και στην Αττική. Τη δράση των Κυπρίων αγωνιστών βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι (χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Αντιστράτηγου Θ. Κολοκοτρώνη προς τον αγωνιστή Νικόλαο Θησέα εκ Κύπρου στις 1/3/1841). Επίσης, ο Γιάννης Πασαπόρτης από την Κοίλη πολέμησε στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου. Γύρισε μετά τη λήξη του Αγώνα στην Κύπρο, περήφανος για το ελληνικό του διαβατήριο, που του χάρισε και το επώνυμο Πασαπόρτης. Ο Χριστόδουλος Κοκκινόφτας από την Τσάδα πολέμησε στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Συγχωριανός του Κοκκινόφτα ήταν ο Χριστόδουλος Μακρής που έλαβε μέρος σε πολλές μάχες της επανάστασης και γύρισε στην Κύπρο τιμημένος, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Επιπλέον, ο ιεράρχης Φιλόθεος Χατζής καταγόταν από τη Λευκωσία και υπήρξε για 25 χρόνια Επίσκοπος Δημητσάνας. Φυλακίστηκε στην Τρίπολη, υπέφερε τα πάνδεινα και πέθανε στη φυλακή στις 10 Σεπτεμβρίου 1821, λίγο πριν ο Κολοκοτρώνης απελευθερώσει την πόλη. Πολλά χιλιόμετρα νοτιοανατολικότερα, στην Κύπρο, στις 9/7/1821 ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός απαγχονίστηκε από τους τούρκους μαζί με 486 εξέχουσες φυσιογνωμίες της ελληνοκυπριακής κοινότητας [ 1,2,3,4,5 ].
Η μεγάλη κυπριακή συμμετοχή στον Αγώνα επί του εδάφους της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι σφαγές και οι διωγμοί στο ίδιο το νησί, εντάσσουν την Κύπρο στην επαναστατική περίμετρο και την οριοθετούν μέσα στα σύνορα του αναγεννημένου έθνους και του κράτους που αναμενόταν ως απότοκο της επανάστασης. Οι Κύπριοι εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον Ιωάννη Καποδίστρια, που εκ μητρός καταγόταν από την κυπριακή οικογένεια Γονέμη που είχε μεταναστεύσει στα Επτάνησα. Ο Κυβερνήτης τον Οκτώβριο του 1827, λίγο μετά την ναυμαχία του Ναυαρίνου κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στο Λονδίνο, θα απαντήσει στον Άγγλο διπλωμάτη Wilmot – Horton, που ως εκπρόσωπος του Foreign Office, τον ρώτησε ποια γεωγραφικά όρια διεκδικούσε η Ελλάδα:
‘’Τα όρια ταύτα καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνίων, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εις τους πολλούς κατά γην και κατά θάλασσαν αγώνας, δια των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος’’ [ 3,4 ].
Δυστυχώς, τα αιτήματα του λαού της μαρτυρικής μεγαλονήσου -για λόγους που δεν θα αναλυθούν στο παρόν άρθρο- δεν ικανοποιήθηκαν. Έκτοτε, ο Κυπριακός ελληνισμός δεν χάνει ευκαιρία να διεκδικεί την ικανοποίηση των ίδιων διαχρονικών στόχων, να μάχεται στο πλευρό της Μητέρας Ελλάδας, να θυσιάζεται, να εμπνέει τους ποιητές…

‘’Τούτη η δίψα δε σβήνει, τούτη η μάχη δεν παύει,
χίλια χρόνια αν περάσουν, δεν πεθαίνουμε σκλάβοι.’’
Θεοδόσης Πιερίδης – CD: ΕΣ ΓΗΝ ΕΝΑΛΙΑΝ ΚΥΠΡΟΝ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
[1] Η Κύπρος εις τον αγώνα του 1821, Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα 1971
[2] Κύπρος – Ημερολόγιο λεηλασιών και αγώνων, Αλέκος Αγγελίδης
[3] Ομιλία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου για τις εθνικές επετείους, 26/3/05
[4] www.moi.gov.cy – Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών
[5] www. mfa.gr – Ελληνική Δημοκρατία – ΥΠΕΞ
[6] Κύπρος στα όρια του αφανισμού, Σταύρος Λυγερός, Νέα Σύνορα
[7] Η κατεχόμενη γη μας, Κυπριακή Δημοκρατία, Υπουργείο Παιδείας
[8] Famagusta area and district – Cyprus – 1985
[9] Cyprus – Plundering of a 9000 year old civilization
ΑΡΚΑΔΟΚΥΠΡΙΟΣ

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ

Πικραμένο οδοιπορικό – Ιούνιος 2004

«Τριάντα χρόνια περίμενα να σε συναντήσω.
Όμως, πλησιάζοντας παρακαλούσα να μην είσαι εσύ.
Όμως, την τελευταία στιγμή δείλιασα και πάλι όπως τότε αγέννητος.
Όμως, ήθελα να πισογυρίσω αλλά προχώρησα.
Κι όταν ξεπρόβαλες αμείλικτη μέσα από την πρωινή αχλή ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ καμπουριασμένη από τα αιώνια ‘’γιατί ;’’ Σου…»

Η VISA του ψευδοκράτους μου ζεμάτισε τα χέρια και περάσατε με μιας όλοι μπροστά μου… Λαοδίκη, Τεύκρο, Ευαγόρα, Αγαπήνορα, Δυσδαιμόνα, Μαρκαντώνιο, Κυριάκο, Γρηγόρη, Αντώνη, Πετράκη και εσύ γείτονα Τουμάζο…ελπίζω να μας συγχωρέσεις που επιτρέψαμε και μαράθηκε το γιασεμί σου.
Μα στο βάθος του δρόμου οι ‘’ανορθόγραφες’’ πινακίδες Σου Gasimagusa…Famagusta…φυλακίζουν τον Οθέλλο στον καγκελόφραχτο ΑγιοΝικόλα της ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ μας.
Μα στο βορειοδυτικό ορίζοντα, στις αγιασμένες πλαγιές του Πενταδάκτυλου:
Ne hutlu turkum diyen (=how happy to say I am a turk), komando-ataturk ormani, mehmecik kahraman…απρεπείς γραφές που εξακολουθούν να πληγώνουν τα χώματα του Αγίου Επικτήτου και του Αγίου Ιλαρίωνα
Στο Αβαείο του Πέλλα Παϊς το ψευδοκράτος απαιτεί εκατομμύρια τουρκικές λίρες για να σου επιτραπεί η είσοδος. Στο κάστρο σου, στο πλοίο σου, στο λιμανάκι σου σε ξερίζωσαν γλυκιά Κερύνεια και στη θέση σου φύτρωσε η σκυθρωπή και απρόσωπη Kyrne με τις πολλές κόκκινες σημαίες, με τα λεηλατημένα μοναστήρια, με τους φωταγωγημένους κεμάληδες, με τη χολυγουντιανή πλαζ στο Πέντε Μίλι της καταραμένης απόβασης. Παντού στρατόπεδα με τούρκους εποίκους σε εφόπλου λόγχη και το μάτι να γυαλίζει…
Οι αντίστοιχοι Έλληνες ακρίτες ένστολοι φρουροί στα φυλάκια ανά την ελληνική - κυπριακή επικράτεια κρατάμε (ενίοτε) το κινητό τηλέφωνο εν ώρα υπηρεσίας, το τσιγαράκι, τις παρωπίδες του ευδαιμονισμού. Το ατομικό τυφέκιο τύπου G3A3 κάπου κείτεται μονάχο… ‘’έρμο τουφέκι σκοτεινό τι σ’ έχω εγώ στο χέρι τι και συ μου γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξερεί…’’.
Και τις νύχτες…αλίμονο… κάποιοι πατριώτες μας οδεύουν από το Νότο στα τουρκοπατημένα εστιατόρια του Βορρά για φθηνό ψαράκι, εφορμούν στο καζίνο και αφήνουν περιουσίες στους ‘’ειρηνοποιούς’’ τούρκους. Ο Βορράς αναπτύσσεται, γεμίζει ξενοδοχεία πάνω στα κτήματα εκείνων που έπαιξαν και έχασαν στο 13 κόκκινο. Κάθε γρόσι που φεύγει προς το Βορρά είναι ένα βόλι που καρφώνεται στο Νότο!
Η βραδινή επιστροφή στο Στρόβολο συνοδεύεται από ανάμεικτα και απροσδιόριστα συναισθήματα. Δεν είναι ακριβώς η συγκίνηση που είδαμε τις πατρογονικές εστίες μας, δεν είναι η ταπείνωση από τη ‘’χειραψία’’ του ψευδοκράτους. Σίγουρα αυτό που μένει είναι η υπόσχεση (προς παρόντες, απελθόντες και αγέννητους) για μελλοντικό επαναπροσδιορισμό της ‘’χειραψίας’’ κάτω από συνθήκες μεγαλύτερης βιωσιμότητας, εθνικής αξιοπρέπειας και ιστορικής συνέπειας…



ΑΡΚΑΔΟΚΥΠΡΙΟΣ

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ

«Ποιος περνάει έξω στο δρόμο
μ’ ένα σύννεφο στον ώμο
Αη Γιώργης που γυρίζει τραυματίας
Το ’40 απ’ τα βουνά της Αλβανίας»[1]
Με αυτούς τους στίχους μας καλησπέρισε ο αγαπημένος μου ραδιοφωνικός σταθμός κάποιο κυριακάτικο απόγευμα του Οκτώβρη. Τα ξέρετε αυτά τα φθινοπωρινά απογεύματα, είμαι σίγουρος, τα θυμάστε ακόμα όλοι, είναι αυτά με την περίεργη γεύση που συνδυάζει λίγο από συννεφιά, λίγο από πρωτοβρόχι και κάτι από παιδική νοσταλγία. Από τις θύμησες και τους συνειρμούς που μας κατακλύζουν δεν λείπουν η Θεσσαλονίκη, οι (πάλαι ποτέ) σχολικές εθνικές εορτές με τα ποιήματα, ο Αη Γιώργης και οι ΑγιοΔημήτρηδες σε πόλεις και χωριά…ανά την Ελλάδα.
Αυτή η περιδίνηση των αναμνήσεων με οδήγησε στα ράφια που φυλάω μερικά σχολικά συγγράμματα (‘’αναχρονιστικά’’, ‘’παλαιού τύπου’’…)…
…δυστυχώς, φυλλομετρώντας τα η κόπωση με κατέβαλε, τα βλέφαρα μου βάρυναν κι αποκοιμήθηκα…και πέρασαν οι ώρες, οι μήνες, τα χρόνια ώσπου…..

‘’Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού , με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. […]
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο.’’[2]

‘’Η ελληνική αντιαεροπορική πυροβολαρχία έριξε κάτω δύο εχθρικά αεροπλάνα. Στα συντρίμμια τους μέσα, βρέθηκαν δύο μεγάλα δέματα. Τ’ άνοιξαν. Ήτανε καμιά εξηνταριά μαύρα μαντήλια του κεφαλιού. Αιχμάλωτοι είπαν πως οι δικοί τους τα προόριζαν να πέσουν στα περίχωρα, ολόγυρα στα Γιάννινα για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Τέτοιο πένθος ευαγγελιζόταν ο Μουσολίνι.
Εδώ οι Ιταλοί είχανε κάνει λάθος. Η Ηπειρώτισσα φοράει μαύρο μαντήλι επιζωής, χωρίς να κλαίει κάποιον. Φοράει και μαύρο ρούχο […] Στα βραχοβούνια που τη βλέπεις ν’ ανηφορίζει χωρίς προσπάθεια…η θωριά της ξεκόβεται στεγνή, μοναστική, αργασμένη από το χαλάζι και το λιοπύρι […] Σου λέει καλημέρα η Ηπειρώτισσα και η κουβέντα της είναι κοφτή, σαν πρόσταγμα. Έχει μια παρθενιά απροσπέλαστη, όπως η ζωή της είναι σκληρή κι αμίλητη.’’ [3]


‘’Η μάχη της Πίνδου είχε τελειώσει. […]Ενώ το χιόνι πύκνωνε όλο και περισσότερο και το κρύο δυνάμωνε, ενώ ο χειμώνας έμπαινε με το βήμα του βαρύ, κρουσταλλιασμένο, ο φαντάρος είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης, που την έφαγαν οι βροχές, έχωσε το κράνος πάνω στη μάλλινη κουκούλα που του είχε πλέξει και του έστειλε εδώ πάνω μια γυναίκα – μάννα, αδερφή, στεφανωτή- και με το μάλινχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε από τα κάτασπρα καταράχια: Προς τα σύνορα, ψηλά, στον άγριο Γράμμο, προς την Αλβανία. Έπρεπε τώρα να διώξει τον εχθρό από το εθνικό έδαφος, να τον κυνηγήσει όσο πιο μακρυά γινόταν.
Στο μέτωπο, σ’ όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου ίσαμε ψηλά στις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχιζε να έχει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μια γυναίκεια μορφή να προβαδίζει, ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη απ’ το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα, του την είχανε τραγουδήσει σαν είτανε μωρό κι ονειρευότανε στην κούνια. Είταν η μάννα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η Υπέρμαχος Στρατηγός.’’ [4]
Μέσα στη μέθη και τις αναδρομές αυτού του ‘’ύπνου’’, κάπου στο βάθος μας αποχαιρετούσε ο αγαπημένος μου ραδιοφωνικός σταθμός…
«Ποιος κρατάει εκεί στ’ αστέρια
Την πανσέληνο στα χέρια
Αη Γιώργης να μου φέγγει κάθε νύχτα
Της ζωής μου το λαμπρό: ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»[1]

[1] Αη Γιώργης: Λουδοβίκος Ανωγείων, Φίλιππος Γράψας, Μαριώ
[2] Οδυσσέα Ελύτη, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ: ‘’Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ’’
[3] Άγγελου Τερζάκη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940 – 1941, από το κεφάλαιο γ΄ : ‘’Δεν θα περάσουν’’
[4] Άγγελου Τερζάκη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940 – 1941, από το κεφάλαιο δ΄ : ‘’Τα ματωμένα χιόνια’’

Επιλογή: ΑΡΚΑΔΟΚΥΠΡΙΟΣ