Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ

«Ποιος περνάει έξω στο δρόμο
μ’ ένα σύννεφο στον ώμο
Αη Γιώργης που γυρίζει τραυματίας
Το ’40 απ’ τα βουνά της Αλβανίας»[1]
Με αυτούς τους στίχους μας καλησπέρισε ο αγαπημένος μου ραδιοφωνικός σταθμός κάποιο κυριακάτικο απόγευμα του Οκτώβρη. Τα ξέρετε αυτά τα φθινοπωρινά απογεύματα, είμαι σίγουρος, τα θυμάστε ακόμα όλοι, είναι αυτά με την περίεργη γεύση που συνδυάζει λίγο από συννεφιά, λίγο από πρωτοβρόχι και κάτι από παιδική νοσταλγία. Από τις θύμησες και τους συνειρμούς που μας κατακλύζουν δεν λείπουν η Θεσσαλονίκη, οι (πάλαι ποτέ) σχολικές εθνικές εορτές με τα ποιήματα, ο Αη Γιώργης και οι ΑγιοΔημήτρηδες σε πόλεις και χωριά…ανά την Ελλάδα.
Αυτή η περιδίνηση των αναμνήσεων με οδήγησε στα ράφια που φυλάω μερικά σχολικά συγγράμματα (‘’αναχρονιστικά’’, ‘’παλαιού τύπου’’…)…
…δυστυχώς, φυλλομετρώντας τα η κόπωση με κατέβαλε, τα βλέφαρα μου βάρυναν κι αποκοιμήθηκα…και πέρασαν οι ώρες, οι μήνες, τα χρόνια ώσπου…..

‘’Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού , με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. […]
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο.’’[2]

‘’Η ελληνική αντιαεροπορική πυροβολαρχία έριξε κάτω δύο εχθρικά αεροπλάνα. Στα συντρίμμια τους μέσα, βρέθηκαν δύο μεγάλα δέματα. Τ’ άνοιξαν. Ήτανε καμιά εξηνταριά μαύρα μαντήλια του κεφαλιού. Αιχμάλωτοι είπαν πως οι δικοί τους τα προόριζαν να πέσουν στα περίχωρα, ολόγυρα στα Γιάννινα για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Τέτοιο πένθος ευαγγελιζόταν ο Μουσολίνι.
Εδώ οι Ιταλοί είχανε κάνει λάθος. Η Ηπειρώτισσα φοράει μαύρο μαντήλι επιζωής, χωρίς να κλαίει κάποιον. Φοράει και μαύρο ρούχο […] Στα βραχοβούνια που τη βλέπεις ν’ ανηφορίζει χωρίς προσπάθεια…η θωριά της ξεκόβεται στεγνή, μοναστική, αργασμένη από το χαλάζι και το λιοπύρι […] Σου λέει καλημέρα η Ηπειρώτισσα και η κουβέντα της είναι κοφτή, σαν πρόσταγμα. Έχει μια παρθενιά απροσπέλαστη, όπως η ζωή της είναι σκληρή κι αμίλητη.’’ [3]


‘’Η μάχη της Πίνδου είχε τελειώσει. […]Ενώ το χιόνι πύκνωνε όλο και περισσότερο και το κρύο δυνάμωνε, ενώ ο χειμώνας έμπαινε με το βήμα του βαρύ, κρουσταλλιασμένο, ο φαντάρος είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης, που την έφαγαν οι βροχές, έχωσε το κράνος πάνω στη μάλλινη κουκούλα που του είχε πλέξει και του έστειλε εδώ πάνω μια γυναίκα – μάννα, αδερφή, στεφανωτή- και με το μάλινχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε από τα κάτασπρα καταράχια: Προς τα σύνορα, ψηλά, στον άγριο Γράμμο, προς την Αλβανία. Έπρεπε τώρα να διώξει τον εχθρό από το εθνικό έδαφος, να τον κυνηγήσει όσο πιο μακρυά γινόταν.
Στο μέτωπο, σ’ όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου ίσαμε ψηλά στις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχιζε να έχει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μια γυναίκεια μορφή να προβαδίζει, ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη απ’ το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα, του την είχανε τραγουδήσει σαν είτανε μωρό κι ονειρευότανε στην κούνια. Είταν η μάννα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η Υπέρμαχος Στρατηγός.’’ [4]
Μέσα στη μέθη και τις αναδρομές αυτού του ‘’ύπνου’’, κάπου στο βάθος μας αποχαιρετούσε ο αγαπημένος μου ραδιοφωνικός σταθμός…
«Ποιος κρατάει εκεί στ’ αστέρια
Την πανσέληνο στα χέρια
Αη Γιώργης να μου φέγγει κάθε νύχτα
Της ζωής μου το λαμπρό: ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»[1]

[1] Αη Γιώργης: Λουδοβίκος Ανωγείων, Φίλιππος Γράψας, Μαριώ
[2] Οδυσσέα Ελύτη, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ: ‘’Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ’’
[3] Άγγελου Τερζάκη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940 – 1941, από το κεφάλαιο γ΄ : ‘’Δεν θα περάσουν’’
[4] Άγγελου Τερζάκη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940 – 1941, από το κεφάλαιο δ΄ : ‘’Τα ματωμένα χιόνια’’

Επιλογή: ΑΡΚΑΔΟΚΥΠΡΙΟΣ

2 σχόλια:

Αρκαδοαρκάς είπε...

Καταπληκτικό άρθρο! Επιτέλους να ακούσουμε μια άλλη φωνή για εθνικές επετείους, για ηδονικές φωνές και αγαπημένες..

Ανώνυμος είπε...

Τα πλούσια συναισθήματα και η σχεδόν κατανυκτική ατμόσφαιρα που αποπνέει το κείμενο φοβάμαι πως δεν χαρακτηρίζουν πλέον τα συναισθήματα του νεοέλληνα, τούτες τις μέρες. Ευτυχώς υπάρχουν φωνές που μας θυμίζουν πως ακριβώς οδηγηθήκαμε στο σήμερα (όσο άσχημα και αν μας κάνει να αισθανόμαστε αυτό).

Πάντα Ανώνυμη