Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

ΚΥΠΡΟΣ 1821

Η συνδρομή των Ελληνοκυπρίων στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821

Η προσφορά των Ελλήνων της Κύπρου στους εθνικούς αγώνες της Μητέρας Πατρίδας είναι αναμφισβήτητη. Παρά το διάβα πολλών κατακτητών από τη μεγαλόνησο (Ρωμαίοι, Άραβες, Φράγκοι, τούρκοι, Άγγλοι) σε διάφορες ιστορικές περιόδους το Ελληνικό – Ελληνορθόδοξο στοιχείο δεν εκάμφθη, αντίθετα, με ζήλο πάντα αγωνίστηκε, συμμετείχε, θυσιάστηκε στο πλευρό της υπόλοιπης Ελλάδας [ 2 ].
Στην περίπτωση της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 ο φόρος αίματος των Ελληνοκυπρίων (σαν των λοιπών Ελλήνων) ξεκίνησε αιώνες πριν την επανάσταση. Στα τέλη του 16ου αιώνα (1570-1571 μ. Χ.) 100.000 τουρκικού στρατού με 360 πλοία εισβάλουν στην Κύπρο και επιδίδονται σε σφαγές και λεηλασίες υπό τις διαταγές του Μουσταφά πασά. Πολλές Κύπριες για να αποφύγουν την ατίμωση σκοτώνονται πηδώντας από γκρεμούς όπως στο Ζάλογγο και στον Αραπίτσα, μητέρες σφάζουν τις κόρες τους για να μην τις αφήσουν στα χέρια των τούρκων. Σε 20.000 υπολογίζονται οι σφαγιασθέντες και σε 2.000 οι απαχθέντες δούλοι (Λεμεσός, Λευκωσία, Κυρήνεια, Αμμόχωστος). Λέγεται πως η νεαρή Μαρία Συγκλητική, την οποία είχαν αιχμαλωτίσει οι τούρκοι στο αμπάρι μιας γαλέρας, θέλοντας να εκδικηθεί έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη ανατινάζοντας το πλοίο καθώς και δύο άλλα πλοία που ήταν δίπλα αγκυροβολημένα. Σε αυτά τα πλοία ήταν σιδηροδέσμια χίλια κορίτσια (προοριζόμενα για τα σκλαβοπάζαρα της ανατολής) που έγιναν παρανάλωμα του πυρός όπως στο Κούγκι και στο Μεσολόγγι. Από τότε μέχρι το τελειωτικό νικηφόρο ξέσπασμα του Ελληνισμού το 1821 υπήρξαν πολλοί ξεσηκωμοί στην Κύπρο οι οποίοι πνίγηκαν στο αίμα [ 1,2 ].
Συνεχίζοντας, όσον αφορά την περίοδο εγγύς του 1821 ο ρόλος των Ελληνοκυπρίων καθίσταται εντονότερος με πολλά και συγκεκριμένα παραδείγματα. Ανάμεσα στους σημαντικότερους συντρόφους του Ρήγα Φεραίου και ένας εκ των οκτώ που τον ακολούθησαν στη θυσία (Βελιγράδι,1798) ήταν ο Λευκωσιάτης εθνομάρτυρας Ιωάννης Καρατζάς, 31 ετών. Πολλοί Κύπριοι συμμετείχαν στη Φιλική Εταιρεία και έλαβαν μέρος στην Επανάσταση. Με τον Ιερό Λόχο πολέμησαν στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη ο Ζαχαρίας Λεοντής, ο Φίλιππος Γεωργίου, ο Γιάννης Τσολάκης, ο Σάββας Ντιορτής και ο Ζήνων Αγγελής που αγωνίστηκαν στο Γαλάτσι και στο Δραγατσάνι. Ακόμα, πολλοί άλλοι Κύπριοι εθελοντές αφού συγκρότησαν τη Φάλαγγα των ελληνοκυπρίων αγωνιστών διακρίθηκαν σε μάχες και ναυμαχίες της επανάστασης. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει στα απομνημονεύματά του:
‘’…εκεί που ριχτήκαμεν στο γιουρούσι, μου πληγώθηκε βαρέως και ύστερα απέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος, απούστειλα και πήγεν εις τη αγγλικήν φρεγάτα όταν κιντυνεύαμεν εις το Νιόκαστρο…’’.
Ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης που είχε λάβει μέρος στην έξοδο του Μεσολογγιού στα περίφημα ‘’Στρατιωτικά Απομνημονεύματα’’ του, βεβαιώνει ότι μαζί του στο Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας πολεμούσε ο Κύπριος αγωνιστής Νικόλαος Χατζήσαββας, ο οποίος:
‘’εφτά πληγές είχεν λάβει και μου έλεγεν ακόμη ο δύστυχος ότι θα βαστάξει’’.
Πάμπολλες μαρτυρίες υπάρχουν για Κύπριους αγωνιστές που πήραν μέρος στις μάχες της Πελοποννήσου, στα Δερβενάκια και στους Μύλους, στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και αλλού. Άλλοι αγωνίστηκαν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι ή έδρασαν στη θάλασσα, όπως ο καπετάν Ιωάννης Κύπριος. Άλλοι πολέμησαν στην Εύβοια, στη Χίο και στην Αττική. Τη δράση των Κυπρίων αγωνιστών βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι (χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Αντιστράτηγου Θ. Κολοκοτρώνη προς τον αγωνιστή Νικόλαο Θησέα εκ Κύπρου στις 1/3/1841). Επίσης, ο Γιάννης Πασαπόρτης από την Κοίλη πολέμησε στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου. Γύρισε μετά τη λήξη του Αγώνα στην Κύπρο, περήφανος για το ελληνικό του διαβατήριο, που του χάρισε και το επώνυμο Πασαπόρτης. Ο Χριστόδουλος Κοκκινόφτας από την Τσάδα πολέμησε στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Συγχωριανός του Κοκκινόφτα ήταν ο Χριστόδουλος Μακρής που έλαβε μέρος σε πολλές μάχες της επανάστασης και γύρισε στην Κύπρο τιμημένος, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Επιπλέον, ο ιεράρχης Φιλόθεος Χατζής καταγόταν από τη Λευκωσία και υπήρξε για 25 χρόνια Επίσκοπος Δημητσάνας. Φυλακίστηκε στην Τρίπολη, υπέφερε τα πάνδεινα και πέθανε στη φυλακή στις 10 Σεπτεμβρίου 1821, λίγο πριν ο Κολοκοτρώνης απελευθερώσει την πόλη. Πολλά χιλιόμετρα νοτιοανατολικότερα, στην Κύπρο, στις 9/7/1821 ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός απαγχονίστηκε από τους τούρκους μαζί με 486 εξέχουσες φυσιογνωμίες της ελληνοκυπριακής κοινότητας [ 1,2,3,4,5 ].
Η μεγάλη κυπριακή συμμετοχή στον Αγώνα επί του εδάφους της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι σφαγές και οι διωγμοί στο ίδιο το νησί, εντάσσουν την Κύπρο στην επαναστατική περίμετρο και την οριοθετούν μέσα στα σύνορα του αναγεννημένου έθνους και του κράτους που αναμενόταν ως απότοκο της επανάστασης. Οι Κύπριοι εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον Ιωάννη Καποδίστρια, που εκ μητρός καταγόταν από την κυπριακή οικογένεια Γονέμη που είχε μεταναστεύσει στα Επτάνησα. Ο Κυβερνήτης τον Οκτώβριο του 1827, λίγο μετά την ναυμαχία του Ναυαρίνου κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στο Λονδίνο, θα απαντήσει στον Άγγλο διπλωμάτη Wilmot – Horton, που ως εκπρόσωπος του Foreign Office, τον ρώτησε ποια γεωγραφικά όρια διεκδικούσε η Ελλάδα:
‘’Τα όρια ταύτα καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνίων, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εις τους πολλούς κατά γην και κατά θάλασσαν αγώνας, δια των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος’’ [ 3,4 ].
Δυστυχώς, τα αιτήματα του λαού της μαρτυρικής μεγαλονήσου -για λόγους που δεν θα αναλυθούν στο παρόν άρθρο- δεν ικανοποιήθηκαν. Έκτοτε, ο Κυπριακός ελληνισμός δεν χάνει ευκαιρία να διεκδικεί την ικανοποίηση των ίδιων διαχρονικών στόχων, να μάχεται στο πλευρό της Μητέρας Ελλάδας, να θυσιάζεται, να εμπνέει τους ποιητές…

‘’Τούτη η δίψα δε σβήνει, τούτη η μάχη δεν παύει,
χίλια χρόνια αν περάσουν, δεν πεθαίνουμε σκλάβοι.’’
Θεοδόσης Πιερίδης – CD: ΕΣ ΓΗΝ ΕΝΑΛΙΑΝ ΚΥΠΡΟΝ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
[1] Η Κύπρος εις τον αγώνα του 1821, Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα 1971
[2] Κύπρος – Ημερολόγιο λεηλασιών και αγώνων, Αλέκος Αγγελίδης
[3] Ομιλία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου για τις εθνικές επετείους, 26/3/05
[4] www.moi.gov.cy – Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών
[5] www. mfa.gr – Ελληνική Δημοκρατία – ΥΠΕΞ
[6] Κύπρος στα όρια του αφανισμού, Σταύρος Λυγερός, Νέα Σύνορα
[7] Η κατεχόμενη γη μας, Κυπριακή Δημοκρατία, Υπουργείο Παιδείας
[8] Famagusta area and district – Cyprus – 1985
[9] Cyprus – Plundering of a 9000 year old civilization
ΑΡΚΑΔΟΚΥΠΡΙΟΣ

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ

Πικραμένο οδοιπορικό – Ιούνιος 2004

«Τριάντα χρόνια περίμενα να σε συναντήσω.
Όμως, πλησιάζοντας παρακαλούσα να μην είσαι εσύ.
Όμως, την τελευταία στιγμή δείλιασα και πάλι όπως τότε αγέννητος.
Όμως, ήθελα να πισογυρίσω αλλά προχώρησα.
Κι όταν ξεπρόβαλες αμείλικτη μέσα από την πρωινή αχλή ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ καμπουριασμένη από τα αιώνια ‘’γιατί ;’’ Σου…»

Η VISA του ψευδοκράτους μου ζεμάτισε τα χέρια και περάσατε με μιας όλοι μπροστά μου… Λαοδίκη, Τεύκρο, Ευαγόρα, Αγαπήνορα, Δυσδαιμόνα, Μαρκαντώνιο, Κυριάκο, Γρηγόρη, Αντώνη, Πετράκη και εσύ γείτονα Τουμάζο…ελπίζω να μας συγχωρέσεις που επιτρέψαμε και μαράθηκε το γιασεμί σου.
Μα στο βάθος του δρόμου οι ‘’ανορθόγραφες’’ πινακίδες Σου Gasimagusa…Famagusta…φυλακίζουν τον Οθέλλο στον καγκελόφραχτο ΑγιοΝικόλα της ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ μας.
Μα στο βορειοδυτικό ορίζοντα, στις αγιασμένες πλαγιές του Πενταδάκτυλου:
Ne hutlu turkum diyen (=how happy to say I am a turk), komando-ataturk ormani, mehmecik kahraman…απρεπείς γραφές που εξακολουθούν να πληγώνουν τα χώματα του Αγίου Επικτήτου και του Αγίου Ιλαρίωνα
Στο Αβαείο του Πέλλα Παϊς το ψευδοκράτος απαιτεί εκατομμύρια τουρκικές λίρες για να σου επιτραπεί η είσοδος. Στο κάστρο σου, στο πλοίο σου, στο λιμανάκι σου σε ξερίζωσαν γλυκιά Κερύνεια και στη θέση σου φύτρωσε η σκυθρωπή και απρόσωπη Kyrne με τις πολλές κόκκινες σημαίες, με τα λεηλατημένα μοναστήρια, με τους φωταγωγημένους κεμάληδες, με τη χολυγουντιανή πλαζ στο Πέντε Μίλι της καταραμένης απόβασης. Παντού στρατόπεδα με τούρκους εποίκους σε εφόπλου λόγχη και το μάτι να γυαλίζει…
Οι αντίστοιχοι Έλληνες ακρίτες ένστολοι φρουροί στα φυλάκια ανά την ελληνική - κυπριακή επικράτεια κρατάμε (ενίοτε) το κινητό τηλέφωνο εν ώρα υπηρεσίας, το τσιγαράκι, τις παρωπίδες του ευδαιμονισμού. Το ατομικό τυφέκιο τύπου G3A3 κάπου κείτεται μονάχο… ‘’έρμο τουφέκι σκοτεινό τι σ’ έχω εγώ στο χέρι τι και συ μου γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξερεί…’’.
Και τις νύχτες…αλίμονο… κάποιοι πατριώτες μας οδεύουν από το Νότο στα τουρκοπατημένα εστιατόρια του Βορρά για φθηνό ψαράκι, εφορμούν στο καζίνο και αφήνουν περιουσίες στους ‘’ειρηνοποιούς’’ τούρκους. Ο Βορράς αναπτύσσεται, γεμίζει ξενοδοχεία πάνω στα κτήματα εκείνων που έπαιξαν και έχασαν στο 13 κόκκινο. Κάθε γρόσι που φεύγει προς το Βορρά είναι ένα βόλι που καρφώνεται στο Νότο!
Η βραδινή επιστροφή στο Στρόβολο συνοδεύεται από ανάμεικτα και απροσδιόριστα συναισθήματα. Δεν είναι ακριβώς η συγκίνηση που είδαμε τις πατρογονικές εστίες μας, δεν είναι η ταπείνωση από τη ‘’χειραψία’’ του ψευδοκράτους. Σίγουρα αυτό που μένει είναι η υπόσχεση (προς παρόντες, απελθόντες και αγέννητους) για μελλοντικό επαναπροσδιορισμό της ‘’χειραψίας’’ κάτω από συνθήκες μεγαλύτερης βιωσιμότητας, εθνικής αξιοπρέπειας και ιστορικής συνέπειας…



ΑΡΚΑΔΟΚΥΠΡΙΟΣ

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ

«Ποιος περνάει έξω στο δρόμο
μ’ ένα σύννεφο στον ώμο
Αη Γιώργης που γυρίζει τραυματίας
Το ’40 απ’ τα βουνά της Αλβανίας»[1]
Με αυτούς τους στίχους μας καλησπέρισε ο αγαπημένος μου ραδιοφωνικός σταθμός κάποιο κυριακάτικο απόγευμα του Οκτώβρη. Τα ξέρετε αυτά τα φθινοπωρινά απογεύματα, είμαι σίγουρος, τα θυμάστε ακόμα όλοι, είναι αυτά με την περίεργη γεύση που συνδυάζει λίγο από συννεφιά, λίγο από πρωτοβρόχι και κάτι από παιδική νοσταλγία. Από τις θύμησες και τους συνειρμούς που μας κατακλύζουν δεν λείπουν η Θεσσαλονίκη, οι (πάλαι ποτέ) σχολικές εθνικές εορτές με τα ποιήματα, ο Αη Γιώργης και οι ΑγιοΔημήτρηδες σε πόλεις και χωριά…ανά την Ελλάδα.
Αυτή η περιδίνηση των αναμνήσεων με οδήγησε στα ράφια που φυλάω μερικά σχολικά συγγράμματα (‘’αναχρονιστικά’’, ‘’παλαιού τύπου’’…)…
…δυστυχώς, φυλλομετρώντας τα η κόπωση με κατέβαλε, τα βλέφαρα μου βάρυναν κι αποκοιμήθηκα…και πέρασαν οι ώρες, οι μήνες, τα χρόνια ώσπου…..

‘’Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού , με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. […]
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο.’’[2]

‘’Η ελληνική αντιαεροπορική πυροβολαρχία έριξε κάτω δύο εχθρικά αεροπλάνα. Στα συντρίμμια τους μέσα, βρέθηκαν δύο μεγάλα δέματα. Τ’ άνοιξαν. Ήτανε καμιά εξηνταριά μαύρα μαντήλια του κεφαλιού. Αιχμάλωτοι είπαν πως οι δικοί τους τα προόριζαν να πέσουν στα περίχωρα, ολόγυρα στα Γιάννινα για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Τέτοιο πένθος ευαγγελιζόταν ο Μουσολίνι.
Εδώ οι Ιταλοί είχανε κάνει λάθος. Η Ηπειρώτισσα φοράει μαύρο μαντήλι επιζωής, χωρίς να κλαίει κάποιον. Φοράει και μαύρο ρούχο […] Στα βραχοβούνια που τη βλέπεις ν’ ανηφορίζει χωρίς προσπάθεια…η θωριά της ξεκόβεται στεγνή, μοναστική, αργασμένη από το χαλάζι και το λιοπύρι […] Σου λέει καλημέρα η Ηπειρώτισσα και η κουβέντα της είναι κοφτή, σαν πρόσταγμα. Έχει μια παρθενιά απροσπέλαστη, όπως η ζωή της είναι σκληρή κι αμίλητη.’’ [3]


‘’Η μάχη της Πίνδου είχε τελειώσει. […]Ενώ το χιόνι πύκνωνε όλο και περισσότερο και το κρύο δυνάμωνε, ενώ ο χειμώνας έμπαινε με το βήμα του βαρύ, κρουσταλλιασμένο, ο φαντάρος είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης, που την έφαγαν οι βροχές, έχωσε το κράνος πάνω στη μάλλινη κουκούλα που του είχε πλέξει και του έστειλε εδώ πάνω μια γυναίκα – μάννα, αδερφή, στεφανωτή- και με το μάλινχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε από τα κάτασπρα καταράχια: Προς τα σύνορα, ψηλά, στον άγριο Γράμμο, προς την Αλβανία. Έπρεπε τώρα να διώξει τον εχθρό από το εθνικό έδαφος, να τον κυνηγήσει όσο πιο μακρυά γινόταν.
Στο μέτωπο, σ’ όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου ίσαμε ψηλά στις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχιζε να έχει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μια γυναίκεια μορφή να προβαδίζει, ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη απ’ το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα, του την είχανε τραγουδήσει σαν είτανε μωρό κι ονειρευότανε στην κούνια. Είταν η μάννα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η Υπέρμαχος Στρατηγός.’’ [4]
Μέσα στη μέθη και τις αναδρομές αυτού του ‘’ύπνου’’, κάπου στο βάθος μας αποχαιρετούσε ο αγαπημένος μου ραδιοφωνικός σταθμός…
«Ποιος κρατάει εκεί στ’ αστέρια
Την πανσέληνο στα χέρια
Αη Γιώργης να μου φέγγει κάθε νύχτα
Της ζωής μου το λαμπρό: ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»[1]

[1] Αη Γιώργης: Λουδοβίκος Ανωγείων, Φίλιππος Γράψας, Μαριώ
[2] Οδυσσέα Ελύτη, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ: ‘’Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ’’
[3] Άγγελου Τερζάκη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940 – 1941, από το κεφάλαιο γ΄ : ‘’Δεν θα περάσουν’’
[4] Άγγελου Τερζάκη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940 – 1941, από το κεφάλαιο δ΄ : ‘’Τα ματωμένα χιόνια’’

Επιλογή: ΑΡΚΑΔΟΚΥΠΡΙΟΣ